- πλασματογράφος
- πλασμᾰτογράφος [γρᾰ], ὁ,A writer of speeches for possible (not real) occasions, Anon.in Rh.122.5, Eust.61.12:—hence [suff] πλασμᾰτ-γρᾰφέω, Id.751.19 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλασματογράφος — writer of speeches for possible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματογράφος — ὁ, ΜΑ αυτός που γράφει λόγους σχετικά με πιθανές, μη πραγματικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, ατος + γράφος*] … Dictionary of Greek
πλασματογράφοι — πλασματογράφος writer of speeches for possible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματογράφοις — πλασματογράφος writer of speeches for possible masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματογραφώ — έω, Μ [πλασματογράφος] είμαι πλασματογράφος*, γράφω λόγους σχετικά με φανταστικά, ανύπαρκτα θέματα … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek